ἐμπορεύεται

ἐμπορεύεται
ἐμπορεύομαι
travel
pres ind mp 3rd sg
ἐμπορεύομαι
travel
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμπορεύομαι — (AM ἐμπορεύομαι) 1. είμαι έμπορος, ασκώ το επάγγελμα τού εμπόρου («καί διά ταῡτα πλείους τε καὶ ἥδιον ἐμπορεύοιντο», Ξεν.) 2. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό (συνήθ. με κακή σημασία για εκμετάλλευση γυναικών) (α. «οἱ ἄνθρωποι οὗτοι... μεθ ἡμῶν… …   Dictionary of Greek

  • εμπορεύομαι — εμπορεύτηκα 1. αμτβ., ασκώ το επάγγελμα του εμπόρου, είμαι έμπορος: Ο θείος μου εμπορεύεται στην Αθήνα. 2. μτβ., αγοράζω και πουλώ για να κερδίσω από την πώληση: Εμπορεύεται υφάσματα. 3. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό, με κακοήθη τρόπο,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… …   Dictionary of Greek

  • αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… …   Dictionary of Greek

  • αλογάς — ο [άλογο] αυτός που εκτρέφει ή εμπορεύεται άλογα …   Dictionary of Greek

  • αλφιταμοιβός — ἀλφιταμοιβός, ο (Α) αυτός που εμπορεύεται άλφιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον ( α) + ἀμοιβὸς «αυτός που ανταλλάσσει»] …   Dictionary of Greek

  • αλφιτοπώλης — ἀλφιτοπώλης, ο (θηλ. ἀλφιτόπωλίς) (Α) 1. αυτός που εμπορεύεται άλφιτα, ο αλευροπώλης 2. (ως επίθ. στη φρ.) «ἀλφιτόπωλις στοά», αγορά τής Αθήνας, όπου πουλούσαν αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον( α) + πώλης < πωλῶ] …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοκάπηλος — ο αυτός που εμπορεύεται παράνομα ή εξάγει λαθραία στο εξωτερικό έργα αρχαίας τέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής». Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ανδρέα Μουστοξύδη. ΠΑΡ. αρχαιοκαπηλία] …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοκλόπος — ο 1. αυτός που κλέβει έργα αρχαίας τέχνης είτε δεν αναφέρει στις αρμόδιες αρχές την ανεύρεση αρχαιοτήτων 2. εκείνος που εμπορεύεται αρχαιότητες λαθραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + κλοπος < κλέπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • βουτυρέμπορος — ο αυτός που εμπορεύεται βούτυρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”